Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Για τον Γιώργο....





Μου είπαν πως το γράψιμο είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία και μάλιστα μου είπαν να το απολαύσω όσο μπορώ. Για αυτό ξανα ξεκίνησα το μπλογκ, και το έβγαλα από τη ναφθαλίνη.  Δε ξέρω πόσοι το διαβάζετε, ελπίζω να μη σας κουράζω και να μη το βαριέστε.

Το θέμα που θα πιάσω είναι πολύ λυπηρό. Ίσως είναι πολύ νωρίς  για να κάνω αυτή την αφιέρωση.  Η πληγή είναι ακόμα ανοιχτή, δεν έχει κλείσει. Ίσως και να μην είναι η κατάλληλη στιγμή. Ίσως θα πρέπει να το γράψω όταν θα το έχω ξεπεράσει. Πώς να το ξεπεράσω όμως; Αυτό δεν ξεπερνιέται...



Μιλάω για τον θάνατο. Το χάσιμο ενός αγαπημένου ανθρώπου. Η απώλεια. Δυσβάστακτος ο πόνος. Αλλά είναι και κάτι που σου κρούει το καμπανάκι και σου υπενθυμίζει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Τον τελευταίο καιρό ζω ένα δράμα. Είναι τόσα πολλά που έχουν πέσει πάνω μου, που πραγματικά δεν ξέρω που βρίσκω τη δύναμη και συνεχίζω. Ξενιτιά, ανεργία, ανασφάλεια, άγχος, αγωνία….
Και το κερασάκι στη τούρτα; Ο θάνατος…
Aυτός ο πούστης ο θάνατος που μου έχει πάρει όλους όσους έχω αγαπήσει.  Αλήθεια πόσους ακόμα;

Πέμπτη απόγευμα γυρίζω από τη σχολή και ανοίγω το λάπτοπ. Φείσμπουκ, σκάιπ, εμαιλ,… τα γνωστά. Δεν είχα όμως ιντερνετ. Δίπλα η Μερέτε ήταν με τον τεχνικό και προσπαθούσαν να φτιάξουν τη σύνδεση στο ιντερνετ. Δε θα αργήσουν, μου είπαν. Αχ και να ξεραν….

Όντως δεν άργησαν…  (δυστυχώς). Με το που έρχεται το σήμα τσουπ κλήση στο Skype. H μάνα μου με περίμενε για να μου πει τα νέα… όχι με αγωνία, αλλά φοβόταν να μην τα μάθω από αλλού όπως της είπαν. Ήθελε να μου το κρύψει, αλλά αυτό δε γινόταν. Το φεισμπουκ είναι μεγάλη κατίνα.
Η χειρότερη βραδιά της ζωής μου… μου ανακοίνωσε πως ο πολυαγαπημένος μου θείος πέθανε εκείνο το πρωί. Το σοκ μου κράτησε πολύ λίγο. Μετά το σοκ ήρθε η γνώση και η συνειδητοποίηση.  Ο εγκέφαλος μου επεξεργάστηκε τη πληροφορία που μόλις έλαβε. Ο αγαπημένος μου θείος πέθανε. Τέλος, δεν υπάρχει πια! Δεν θα τον ξαναδώ. Τέλος.

Και τότε ήρθε Ο ΠΟΝΟΣ. 

  Πόνος και σπαραγμός! Δεν μπόρεσα να το ελέγξω ούτε να συγκρατηθώ. Άρχισα να ουρλιάζω. Πλάνταξα στο κλάμα. Ούρλιαζα, φώναζα, χτυπιόμουν. Δεν μπορούσα να το κοντρολάρω πια. Απέναντι είχα τη μάνα μου, να με βλέπει να ουρλιάζω και να οδύρομαι.  Ήθελα να κλείσω το λαπτοπ να μην το βλέπει. Να μη βλέπει τον πόνο του παιδιού της και να μη μπορεί να κάνει τίποτα για να του απαλύνει τον πόνο γιατί είναι μακριά. Αλλά δεν το έκανα, γιατί μεσ’ τον πόνο μου μπόρεσα να σκεφτώ πως θα ήταν χειρότερο για εκείνη να μη ξέρει τι γίνεται και τι μου συμβαίνει. Μόλις είχε  χάσει τον αδερφό της, και έβλεπε το παιδί της να πονάει, δεν έπρεπε να της φορτώσω και την αγωνία για το τι θα μπορούσε να μου συμβεί.
Πόνος και ουρλιαχτό…. Πολύ ουρλιαχτό. Η Μερέτε με τον τεχνικό ήταν δίπλα στο γραφείο της και απλά με ακούγανε να ουρλιάζω. Είχαν καταλάβει ότι κάτι κακό μου είχε συμβεί.

Όταν  ηρέμησα  κάπως έκλεισα το Skype και πήγα στη Μερέτε. Ήθελα κάποιον εκείνη την ώρα, αλλιώς θα τα έσπαγα όλα. Την πέτυχα να μιλάει με τον άντρα της στο τηλέφωνο, αλλά με πήρε αγκαλιά και του είπε πως πρέπει να κλείσει το τηλέφωνο για να μιλήσει μαζί μου να δει τι συνέβη. Κι εκεί ήρθε ο δεύτερος γύρος κλάματος. Απλά έπεσα στην αγκαλιά της και έκλαιγα με αναφιλητά σαν μωρό παιδί. Μου χάιδευε τη πλάτη και με παρηγορούσε. Με ρώτησε αν ήθελα να πάω στη κηδεία αλλά της είπα δεν προφταίνω, γίνεται την επόμενη μέρα.  Κατάφερε να με χαλαρώσει, και μάζεψα τα κουράγια μου και ξεκόλλησα από την αγκαλιά της. Έπρεπε να σταθώ ξανά στα πόδια μου.

Τις επόμενες ώρες τις πέρασα με τραγούδια. Τραγούδια πόνου. Και με τσατ στο φέισμπουκ. Οι φίλοι μου προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν είτε στο τσατ είτε στέλνοντας μηνύματα στα διάφορα ποσταρίσματα που έκανα εκείνο το βράδυ. Μηνύματα θυμού, λύπης, πόνους. Και στίχους τραγουδιών :


-«Κανείς δεν ξέρει τι να πει, τα λέει όλα η σιωπή…»

-« Μην του μιλάτε του παιδιού αφήστε το να κλάψει
με τα καυτά του δάκρια τον πόνο του να κάψει....»

-«Aν είναι η μοίρα μου σακατεμένη, δε φταίει ο κόσμος ούτε κι εσύ.
ΟΤΙ ΑΓΑΠΑΩ ΕΓΩ ΠΕΘΑΙΝΕΙ!!!! και ξανά αρχίζω απ' την αρχή!!!!»

-« Όποιος πόνεσε μέσα στη ζωή
όποιος έκλαψε σαν μικρό παιδί
τώρα τίποτα πια δε σου ζητά
μόνο στ’ όνειρο θα σ’ αναζητά…»

Αλλά το τραγούδι που πραγματικά αντικατοπτρίζει το πώς ένιωθα και το τι ήθελα να κάνω εκείνο το βράδυ είναι αυτό:

«Απόψε θέλω να πιω
τίποτα μετά να μη θυμάμαι
μέσα στον καπνό να παγιδευτώ
συνέπειες να μη φοβάμαι

Απόψε θέλω να πιω
θέλω να ξεφύγω από τα όριά μου.
Μέσα στον καπνό να εξομολογηθώ.
Για τα χαμένα όνειρά μου.

Θα ανάβω με τσιγάρα
θα σβήνω με ποτά...
τώρα που πήρα τη λαχτάρα
στάχτη να γίνουν όλα πια.

Απόψε θέλω να πιω...
Όλους κι όλα να τα διαγράψω.
Μέσα στον καπνό να εξαφανιστώ
πίσω να μην ξανακοιτάξω»




Μισώ το ποτό, αλλά εκείνο το βράδυ αν είχα ένα μπουκάλι ουίσκι θα το κατέβαζα όλο. Αν είχα τσιγάρα θα κάπνιζα.  Ήθελα κάτι να θολώσει το μυαλό μου, να μη σκέφτομαι, να μη νοιώθω, να μη πονάω άλλο πια. 
Ακριβώς ότι λέει και το τραγούδι

«Απόψε θέλω να πιω τίποτα μετά να μη θυμάμαι μέσα στον καπνό να παγιδευτώ συνέπειες να μη φοβάμαι . Απόψε θέλω να πιω θέλω να ξεφύγω από τα όριά μου. Θα ανάβω με τσιγάρα θα σβήνω με ποτά...  τώρα που πήρα τη λαχτάρα  στάχτη να γίνουν όλα πια.»

Αυτό ήθελα, αλλά τίποτα από αυτά δεν είχα. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια που έχω κόψει το τσιγάρο, το είχα τόσο μα τόσο ανάγκη.  Το ζήταγα… το ήθελα το είχα ανάγκη.
Την επόμενη μέρα πήγα στη σχολή. Ένα σαράβαλο ήμουν από το κλάμα και το ξενύχτι. Αλλά δε μπορούσα να μείνω σπίτι. Η δασκάλα μου είπε αν θέλω να φύγω, αλλά της είπα πως δε θα μου κάνει καλό να πάω σπίτι. Δε θα με βοηθήσει. Απλά της ζήτησα άδεια την ώρα της κηδείας να πάω σε μια εκκλησία να τον κηδέψω έστω από απόσταση. 
Ακόμα και ο καιρός ήταν σύμμαχος μου στο πένθος μου. 

Ο καιρός και το τσιγάρο… Κάπνισα μετά από τόσο καιρό. Αμαρτία εξομολογουμένη δεν είναι αμαρτία…  Κάπνισα και γαλήνεψα… Κάλμαρε ο πόνος μέσα μου, έστω και παροδικά. Θόλωσε για λίγο το μυαλό μου. Είναι γνωστή η τάση του ανθρώπου για την αυτοκαταστροφή. Εκείνη τη μέρα όλα μου τα επέτρεψα. Ακόμα και το τσιγάρο. 
Πενθούσα, πονούσα.

Πήγα στην εκκλησία, αλλά από το πολύ κλάμα που είχα ρίξει μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαν πια στερέψει τα δάκρυα.  Δεν μπόρεσα να τον κλάψω. Και αυτό ήταν…  
Έπρεπε να μαζέψω τα κομμάτια μου, και να γλύψω τις πληγές μου. Σκέφτηκα τα λόγια που μου έχει πει. Την τελευταία φορά μου μιλήσαμε μου είπε πως δε φοβάται τον θάνατο. Όποτε θέλει μπορεί να έρθει και να τον πάρει. Παλικάρι όπως πάντα. Και πέθανε όπως ακριβώς ήθελε. Μπαμ και κάτω, και χωρίς να ταλαιπωρηθεί με αρρώστιες κλπ. Ένα απλό έφραγμα, μπαμ και  κάτω, έτσι απλά. Όπως το ήθελε.
Έπειτα σκέφτηκα το πόσο περήφανος ήταν για μένα. Ήξερε το πόσο δυνατή είμαι και το πόσα έχω καταφέρει  εως τώρα. Παλικάρι με έλεγε…  Παλικάρι που ξέρει  να παλεύει.

Αγάντα. Αυτό έλεγε. Αγάντα τσίτσο, αγάντα.

Σ’ αγαπώ τσίτσο μου… και μου λείπεις.



ΥΓ Το κάπνισμα φυσικά δεν το ξανά αρχίζω για τους παρακάτω λόγους
1)      Δε θα πάνε στραφη τα τόσα χρόνια που το είχα κομμένο.
2)      Το κάπνισμα είναι ασύμφορο και πανάκριβο στη Νορβηγία.

3)      Για πρακτικούς λόγους δεν πρόκειται να τη βγάζω έξω στους -10 βαθμούς για να καπνίζω μιας και απαγορεύεται το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους, ακόμα και στο σπίτι μου….:)

2 σχόλια:

  1. Τα συλλυπητήρια μου...Είναι πολύ σκληρό να βιώνει η οικογένεια τέτοιο δράμα και εσύ να βρίσκεσαι μακριά...Εχεις ένα στόχο όμως...και μόλις επιτεφχθεί αυτός ο στόχος θα λές "άξιζαν τα πάντα"....Ο θάνατος είναι μια κατάσταση που δυστυχώς δεν γίνεται να αποφύγουμε...Απλά μαθαίνουμε να ζούμε χωρίς τους αγαπημένους που φεύγουν απο κοντά μας...Μετά απο όλα αυτά, να τι θα λές..."Αφροδίτη, ΤΙΠΟΤΑ δεν μπορεί να σε λυγίσει..."
    Κουράγιο....υπομονή...επιμονή...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να 'σαι καλά Βάσω μου, τα λόγια σου γλυκαίνουν πάντοτε την ψυχή μου.

      Διαγραφή